ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| έκκροτος,-η,-ο, εξωθητικός,-η,-ο | abruptive |
| εκλεκτικός | eclectic |
| εκλεκτική μέθοδος (η) | eclectic method |
| έκκροτος | ejective |
| εκλεκτική αλαλία (η) | elective mutism |
| έκκρουση (η), πλήρες κλείσιμο (το) | occlusion |
| έκκρουση (η) | plosion |
| έκκροτος,-η,-ο | plosive |
| Έκκροτο κλειστό (το), κλειστό (το) | plosive |
| έκκροτος φθόγγος (ο) | plosive consonant |