ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| εκ των προτέρων/a priori αναλυτικό πρόγραμμα (το) | a priori syllabus |
| εισόδιος όρος | entry term |
| εισόδιος όρος (ο) | entry-term |
| εισπνοϊκός,-ή,-ό | implosive |
| εισπνευστικός,-ή,-ό | ingressive |
| εισπνευστικός μηχανισμός ρεύματος του αέρα (ο) | ingressive air stream mechanism |
| εισπνευστικός φθόγγος (μηχανισμός ρεύματος αέρα) (ο) | ingressive sound |
| είσοδος (η) | input |
| εισπνοή (η) | inspiration |
| εισπνευστικός,-ή,-ό | inspiratory |