ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| επιτάχυνση (η) | acceleration |
| επιτελέσεις (οι) | achievements |
| επισχέσεις (οι) | hedges |
| επιτακτικός,-ή,-ό | injunctive |
| επιστημονικό και τεχνικό λεξιλόγιο (το) | scientific and technical vocabulary |
| επιστημονικό λεξικό (το) | scientific dictionary |
| επιστημονική μελέτη της γλώσσας | scientific study of language |
| επιστρωματικός-ή-ό | superstratal |
| επιστρωματικός,-ή,-ό | superstrate |
| επίστρωμα (το) | superstratum |