ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| επηρεάζω το άλφα | affect alpha |
| Επιβαρυμένος-η-ο, Επηρεασμένος-η-o | affected |
| επηρεασμένος,-η,-ο | affected |
| επιβαρυμένος,-η,-ο | affected |
| επηρεασμένο αντικείμενο (το) | affected object |
| επηρεασμένο αντικείμενο (το) | affectum |
| επιβάλλομαι δομικά | c-command |
| επετηρίδα πληροφορικής για τις ανθρωπιστικές σπουδές (η) | humanities computing yearbook |
| επιβάρυνση (η) | overhead |
| επι-θέση | postposition (P) |