ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| δομές κλειστής τάξης (οι) | closed class forms |
| δομές εγκλείοντος πρώτου προσώπου (οι) | inclusive first person forms |
| δομή "izafet" (η) | izafet |
| δοκιμασία ονομασίας (η) | naming task |
| δομές τελεστή (οι) | operator constructions |
| δόκιμη προφορά(η) | received pronunciation |
| δοκιμή μείωσης (η) | reduction test |
| δοκιμασία στενής παρακολούθησης | shadowing task |
| δοκίμιο συνωνύμων (το) | synonym essay |
| δοκιμασιολογία (η), δοκιμολογία (η), τέστινγκ (το) | testing |