ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δασύς,-εία,-ύ | aspirate / aspirate |
δασύς,-εία,-ύ | aspirated |
δασυνόμενος,-η,-ο | aspirated |
δάσυνση (η) | aspiration |
δασύτητα (η) | aspiration |
δεδομένα (τα) | data |
ΔΒΘ | EST |
δασύς,-εία,-ύ | fricative |
δεδομένη πληροφορία (η) | given information |
δεδομένη (έναντι νέας) πληροφορία (η) | given vs new information |