- Αγγλικός Όρος
- fricative
- Κλάδος Γλωσσολογίας
- ΦΩΝΗΤΙΚΗ
- Πηγές
- Carr (2008)
- Crystal
- Fromkin (2011)
- Ladefoged
- Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
- ΕΚΠΑ
- Πετρούνιας
- Προτεινόμενοι Ελληνικοί Όροι
- Όρος
- τριβόμενος,-η,-ο
- Πηγές
- Crystal (2003)
- Lyons (2002)
- Όρος
- εξακολουθητικός,-η,-ο δασύς,-εία,-ύ
- Πηγή
- ΕΚΠΑ
- Όρος
- δασύς,-εία,-ύ
- Πηγή
- ΕΚΠΑ