ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| γλωσσικό συμφραστικό πλαίσιο (το) | co-text |
| γλωσσικό τεστ (το), γλωσσική δοκιμασία, γλωσσική αξιολόγηση (η) | language test |
| γλωσσικό σύστημα (το) | language-s. |
| γλωσσικό στοιχείο (το) | lingueme |
| γλωσσικοί περιορισμοί (οι) | linguistic constraints |
| γλωσσικός αποκωδικοποιητής (ο) | linguistic decoder |
| γλωσσικοί τύποι (οι) | linguistic forms |
| γλωσσικό υπόστρωμα (το) | linguistic substrate |
| γλωσσικό υπόστρωμα (το) | linguistic substratum |
| γλωσσικό σφάλμα που έχει καθιερωθεί (η) | mumpsimus |