ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αφωνία (η) aphonia
ακραίος,-α,-ο apical
ακρινός,-ή,-ό apical
ακραίοι φθόγγοι (οι) apical sounds
άκρη της γλώσσας (η) apice della lingua
ακραίο apico-
ακραιο-φατνιακός-ή-ό apico-alveolar
ακραιο­οδοντικός-ή-ό, ακροδοντικός,-ή,-ό apico-dental
ακραιο­οδοντικός-ή-ό, ακροδοντικός,-ή,-ό apico-dental
ακραιο-ουρανο-φατνιακό (το) apico-post-alveolar