ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
προδρομικό σφάλμα (το) anticipation error
οπισθοχωρητικός,-ή,-ό anticipatory
προληπτικός,-ή,-ό anticipatory
Προληπτικός-ή-ό, οπισθοχωρητικός-ή-ό anticipatory
οπισθοχωρητική / εμμένουσα αφομοίωση (η) anticipatory / regressive assimilation
οπισθοχωρητική αφομοίωση (η) anticipatory assimilation
προληπτική αφομοίωση (η) anticipatory assimilation
οπισθοχωρητική συνάρθρωση (η) anticipatory coarticulation
προληπτική συνάρθρωση (η) anticipatory coarticulation
προληπτικό it (το) anticipatory it