ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
προδρομικό σφάλμα (το) | anticipation error |
οπισθοχωρητικός,-ή,-ό | anticipatory |
προληπτικός,-ή,-ό | anticipatory |
Προληπτικός-ή-ό, οπισθοχωρητικός-ή-ό | anticipatory |
οπισθοχωρητική / εμμένουσα αφομοίωση (η) | anticipatory / regressive assimilation |
οπισθοχωρητική αφομοίωση (η) | anticipatory assimilation |
προληπτική αφομοίωση (η) | anticipatory assimilation |
οπισθοχωρητική συνάρθρωση (η) | anticipatory coarticulation |
προληπτική συνάρθρωση (η) | anticipatory coarticulation |
προληπτικό it (το) | anticipatory it |