ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
δομική επιβολή (η) antecedent government
απαλοιφή που εμπεριέχεται στο ηγούμενο στοιχείο / σημείο (συν)αναφοράς (η/το) antecedent-contained deletion
αναδρομική ημερομηνία (η) antedating
προπαραλήγουσα (η) antepenultima
προ-προτελευταίος-α-ο antepenultimate
πρόσθιος,-α,-ο anterior
ανθρωποκεντρική οργάνωση του λεξιλογίου (η) anthropocentric organization of vocabulary
ανθρωπολογική γλωσσολογία (η) anthropological linguistics
ανθρωπολογία (η) anthropology
Ανθρωπονοματική (η) anthroponomastics