ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
γλώσσα των ζώων (η) | animal language |
έμψυχος,-η,-ο | animate |
προτίμηση πρόταξης του έμψυχου (η) | animate first preference |
έμψυχο ουσιαστικό (το) | animate noun |
έμψυχο όνομα (το) | animate noun |
εμψυχότητα (η) | animateness |
ανισομορφισμός (ο) | anisomorphism |
Ανναμεζική (η) (γλωσσα) | Annamese |
μηδενιστής (ο) | annihilator |
επισημειωμένος (ο), σχολιασμένος (ο) | annotated |