ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
γλώσσα των ζώων (η) animal language
έμψυχος,-η,-ο animate
προτίμηση πρόταξης του έμψυχου (η) animate first preference
έμψυχο ουσιαστικό (το) animate noun
έμψυχο όνομα (το) animate noun
εμψυχότητα (η) animateness
ανισομορφισμός (ο) anisomorphism
Ανναμεζική (η) (γλωσσα) Annamese
μηδενιστής (ο) annihilator
επισημειωμένος (ο), σχολιασμένος (ο) annotated