ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αγκυρώνω | anchor |
Αγκυρώνω, άγκυρα (η) | anchor |
σημεία εκκίνησης (τα) | anchor points |
ορμητήρια (τα) | anchor points |
αγκυρωμένος,-η,-ο | anchored |
αγκύρωση (η) | anchoring |
άγκυρα (η) | anchoring |
ανάλυση συνδιακύμανσης (η) | ancova |
Ανταμάν (γλώσσα) (η) | Andaman languages |
Ανταμανέζικη (γλώσσα) (η) | Andamanese |