ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Αναφορικός-ή-ό1, Αναπεμπτικός-ή-ό anaphoric
αναφορική δέσμευση/σύνδεση (η) anaphoric binding
αναφορικός έλεγχος (ο) anaphoric control
αναφορικό στοιχείο (το) anaphoric element
αναπεμπτική αναφορά (η) anaphoric reference
αναπεμπτική / αναφορική αναφορά (η) anaphoric reference
αναφορικά υποκατάστατα (τα) anaphoric substitutes
Αναφορική Δενδρική τράπεζα (η) Anaphoric Treebank
αναφορικές λέξεις (οι) anaphoric words
αναφορικά anaphorically