ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αμφισυλλαβικότητα (η) ambisyllabicity
αμφισυλλαβισμός (ο) ambisyllabification
αμφισυλλαβίζω ambisyllabify
Βελτιώνω ameliorate
βελτίωση (η) amelioration
βελτίωση σημασίας (η) amelioration meaning
Εταιρεία Αμερικανικής Διαλέκτου (η) American Dialect Society
αμερικανική αγγλική (η) American English
Ενδιάμεσο Σώμα Αμερικανικής Κληρονομιάς (ΑΗΙ) (το) American Heritage Intermediate (AHI) Corpus
Ινδιάνικες γλώσσες (οι) American Indian languages