ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εναλλασσόμενοι τύποι δοκιμασίας (οι) alternate forms
εναλλασσόμενο στοιχείο απάντησης (το) alternate response item
αναπληρών,-ούσα,-ούν alternating
εναλλασόμενος,-η,-ο alternating
εναλλαγή (η) alternation
Εναλλαγή1 (η), αναπλήρωση (η) alternation
κανόνες εναλλαγής (οι) alternation rules
εναλλακτικός-ή-ό alternative
εναλλακτική επικοινωνία (η) alternative communication
εναλλακτική λεξικογραφία (η) alternative lexicography