ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κατανομή (η) allocation
αλλόχρονο (το) allochrone
αλλόκλιτο (το) alloflex
αλλόγραφο (το) allograph
αλλόκινο (το) allokine
αλλόμορφο (το) allomorph
αλλομορφικός,-ή,-ό allomorphemic
αλλομορφικός-ή-ό allomorphic
αλλομορφία (η) allomorphy
αλλοπάτρια ειδογένεση (η) allopatric speciation