ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κατανομή (η) | allocation |
αλλόχρονο (το) | allochrone |
αλλόκλιτο (το) | alloflex |
αλλόγραφο (το) | allograph |
αλλόκινο (το) | allokine |
αλλόμορφο (το) | allomorph |
αλλομορφικός,-ή,-ό | allomorphemic |
αλλομορφικός-ή-ό | allomorphic |
αλλομορφία (η) | allomorphy |
αλλοπάτρια ειδογένεση (η) | allopatric speciation |