ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αλλοτριώσιμος,-η,-ο alienable
αποσπάσιμος,-η,-ο alienable
Αλλοτριώσιμος-η-ο, αποσπάσιμος-η-ο alienable
αλλοτριώσιμη κτήση (η) alienable possession
Ευθυγραμμίζω align
ευθυγράμμιση (η) alignment
στοίχιση (η) alignment
ευθυγράμμιση κειμένων (η) alignment of texts
αρχή Αλχαμιάντο (η) aljamiado principle
ολοπολικό (το) all-pole