ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συγκολλητική (γλώσσα) (η) | agglutinating |
συγκολλητικός,-ή,-ό | agglutinating |
συγκολλητική γλώσσα (η) | agglutinating language |
συγκόλληση (η) | agglutination |
συγκόλληση (η) | agglutination |
συγκολλητικός,-ή,-ό | agglutinative / agglutinating |
συγκολλητική γλώσσα (η) | agglutinative / agglutinating language |
αγνώνυμο/αγνωνύμιο (το) | agnonym |
αγνωσία (η) | agnosia |
συμφ (συμφωνία) (η) | agr |