ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
πρόσφυμα (το) affix
παράθημα (το) affix
affix
Πρόσφυμα (το), παράθημα (το) affix (AFF)
δείκτης προσφυμάτων (ο) affix(ing) index
προσφυματικός-ή-ό affixal
προσφυματική μορφολογία (η) affixal morphology
προσφυματοποίηση (η) affixation
μεταπήδηση προσφύματος (η) affix-hopping
αλλόμενο πρόσφυμα (το) affix-hopping