ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συναισθηματική ανατροφοδότηση (η) | affective negative feedback |
συναισθηματικός συμβολισμός (ο) | affective symbolism |
συναισθηματική μεταβλητή (η) | affective variable |
δράστης (ο) | affector |
επηρεασμένο αντικείμενο (το) | affectum |
σχέση (η), σύνδεση (η) | affiliation |
κηδεστής (συγγενής) μετασχηματισμός (ο) | affine transform |
καταφατικός,-ή,-ό | affirmative |
affirmative | |
πρoσφυματοποίηση (η), παραθηματοποίηση (η) | affixation |