ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
γλώσσα της διαφήμισης (η) advertising language
συμβουλευτική επιτροπή (η) advisory panel
Αντιγκιανή (γλώσσα) (η) Adyge
αερομετρία (η) aerometry
Αφρικάανς (τα) AF
Αφανική (Ορόμο) (γλώσσα) (η) Afan (Oromo)
Αφαρική (γλώσσα) (η) Afar
συναίσθημα (το) affect
επηρεάζω το άλφα affect alpha
Επιβαρυμένος-η-ο, Επηρεασμένος-η-o affected