ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αντιπροτασιακός-ή-ό | adsentential |
Αντιστρωματικός-ή-ό | adstratal |
αντιστρωματική γλώσσα (η) | adstrate language |
αντίστρωμα (το) | adstratum |
πρόσστρωμα (το) | adstratum |
ενηλικοκεντρικός,-ή,-ό | adultocentric |
ενηλικόμορφος,-η,-ο | adultomorphic |
Επιρρ | Adv |
επιρρ | adv |
προωθημένη βάση της γλώσσας (η) | advanced tongue root (ATR) |