ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αντιπροτασιακός-ή-ό adsentential
Αντιστρωματικός-ή-ό adstratal
αντιστρωματική γλώσσα (η) adstrate language
αντίστρωμα (το) adstratum
πρόσστρωμα (το) adstratum
ενηλικοκεντρικός,-ή,-ό adultocentric
ενηλικόμορφος,-η,-ο adultomorphic
Επιρρ Adv
επιρρ adv
προωθημένη βάση της γλώσσας (η) advanced tongue root (ATR)