ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συμπληρωματικό ζεύγος | complementary pair |
συμπληρωματικοί κανόνες | complementary rules |
συμπληρωματικός όρος (o) | complementary term |
συμπλήρωση (η) | complementation |
συμπληρωματικός δείκτης (ο) | complementizer (comp, COMP, C) |
περιοσισμός συμπληρωματικού δείκτη-κενού (ο) | complementizer-gap constraint |
συμπληρώματα (τα) | complements |
συνοπτικό (το) (ρήμα) | complete |
πλήρης αφομοίωση (η) | complete assimilation |
ολική αφομοίωση | complete assimilation |