ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
συμπληρωματικό ζεύγος complementary pair
συμπληρωματικοί κανόνες complementary rules
συμπληρωματικός όρος (o) complementary term
συμπλήρωση (η) complementation
συμπληρωματικός δείκτης (ο) complementizer (comp, COMP, C)
περιοσισμός συμπληρωματικού δείκτη-κενού (ο) complementizer-gap constraint
συμπληρώματα (τα) complements
συνοπτικό (το) (ρήμα) complete
πλήρης αφομοίωση (η) complete assimilation
ολική αφομοίωση complete assimilation