ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
γλωσσική ικανότητα competence
παράδειγμα γλωσσικής ικανότητας (το) competence example
γραμματική της γλωσσικής ικανότητας (η) competence grammar
συλλογή (η) compilation
συντάκτης (ο) compiler
οπτική του συντάκτη compiler perspective
μεταγλώττιση προγραμμάτων compiling of programs
Compleat Lexical Tutor (το) (πρόγραμμα) Compleat Lexical Tutor
συμπλεκτικός complement
συμπλήρωμα (το) complement