ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
συγκριτική πρόταση (η) comparative clause
συγκριτικός βαθμός (ο) comparative degree
συγκριτική απαλοιφή (η) comparative deletion
συγκριτικό λεξικό (το) comparative dictionary
συγκριτικός τύπος (ο) comparative form
συγκριτικός βαθμός επιθέτου (ο) comparative form
συγκριτικός τύπος (ο) comparative form
συγκριτική γραμματική (η) comparative grammar
συγκριτική ιστορική γλωσσολογία (η) comparative historical linguistics
συγκριτική λεξικογραφία (η) comparative lexicography