ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επικοινωνιακός,-ή,-ό | communicative |
επικοινωνιακή προσέγγιση (η) | communicative approach |
επικοινωνιακή ικανότητα (η) | communicative competence |
επικοινωνιακή άσκηση (η) | communicative drill |
επικοινωνιακός δυναμισμός (ο) | communicative dynamism |
επικοινωνιακή λειτουργία (η) | communicative function |
επικοινωνιακή γραμματική (η) | communicative grammar |
επικοινωνιακή πρόθεση (η) | communicative intention |
επικοινωνιακή παρεμβολή (η) | communicative interference |
επικοινωνιακή απομόνωση (η) | communicative isolation |