ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
επικοινωνιακός,-ή,-ό communicative
επικοινωνιακή προσέγγιση (η) communicative approach
επικοινωνιακή ικανότητα (η) communicative competence
επικοινωνιακή άσκηση (η) communicative drill
επικοινωνιακός δυναμισμός (ο) communicative dynamism
επικοινωνιακή λειτουργία (η) communicative function
επικοινωνιακή γραμματική (η) communicative grammar
επικοινωνιακή πρόθεση (η) communicative intention
επικοινωνιακή παρεμβολή (η) communicative interference
επικοινωνιακή απομόνωση (η) communicative isolation