ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
δέσμευση (η) commitment
δεσμευμένος-η-ο committed
δεσμευτικότητα (η) committedness
κοινός,-ή,-ό common
σηματοδοσία κοινού καναλιού (η) common channel signalling
κοινός πυρήνας (ο) common core
υπόθεση του κοινού πυρήνα (η) common core hypothesis
λεξιλόγιο κοινού πυρήνα (το) common core vocabulary
κοινή ένδειξη (η) common cue
επίκοινο γένος (το) common gender