ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δέσμευση (η) | commitment |
δεσμευμένος-η-ο | committed |
δεσμευτικότητα (η) | committedness |
κοινός,-ή,-ό | common |
σηματοδοσία κοινού καναλιού (η) | common channel signalling |
κοινός πυρήνας (ο) | common core |
υπόθεση του κοινού πυρήνα (η) | common core hypothesis |
λεξιλόγιο κοινού πυρήνα (το) | common core vocabulary |
κοινή ένδειξη (η) | common cue |
επίκοινο γένος (το) | common gender |