ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εμπορικό λεξικό (το) | comercial dictionary |
συνοδευτικός-ή-ό | comitative |
συνοδευτικός-ή-ό | comitative |
κόμμα (το) | comma |
επιβολή (η) | command |
προσταγή (η) | command |
Προσταγή (η), επιβολή (η) | command |
πεδίο επιβολής (το) | command domain |
πεδίο επιβολής (το) | command field |
σχέση επιβολής (η) | command relation |