ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εμπορικό λεξικό (το) comercial dictionary
συνοδευτικός-ή-ό comitative
συνοδευτικός-ή-ό comitative
κόμμα (το) comma
επιβολή (η) command
προσταγή (η) command
Προσταγή (η), επιβολή (η) command
πεδίο επιβολής (το) command domain
πεδίο επιβολής (το) command field
σχέση επιβολής (η) command relation