ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Περιληπτικός-ή-ό, συλλογικός-ή-ό collective
συλλογικός-ή-ό collective
περιληπτικός,-ή,-ό collective
περιληπτικό όνομα (το) collective noun
περιληπτικός πληθυντικός (o) collective plural
κολεγιακό λεξικό (το) college dictionary
κολεγιακό λεξικό (το) collegiate dictionary
συναθροίζω-ομαι colligate
συνάπτω-ομαι colligate
συνάθροιση (η) colligation