ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Περιληπτικός-ή-ό, συλλογικός-ή-ό | collective |
συλλογικός-ή-ό | collective |
περιληπτικός,-ή,-ό | collective |
περιληπτικό όνομα (το) | collective noun |
περιληπτικός πληθυντικός (o) | collective plural |
κολεγιακό λεξικό (το) | college dictionary |
κολεγιακό λεξικό (το) | collegiate dictionary |
συναθροίζω-ομαι | colligate |
συνάπτω-ομαι | colligate |
συνάθροιση (η) | colligation |