ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ένδειξη συναναφοράς (η) coindexing
επινόηση (λέξης) (η) coining
Συλλογικό Διεθνές Λεξικό της Αγγλικής (το) Collaborative International Dictionary of English (CIDE)
σύμπτυξη (κανόνων) (η) collapse
συμπτύσσω collapse
Σύμπτυξη (η), συμπτύσσω collapse
σύμπτυξη λέξεων (η) collapse of words
σύμπτυξη (η) collapsing
σύνθετος όρος (ο) collateral term
συλλογή δεδομένων (η) collecting data