ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ένδειξη συναναφοράς (η) | coindexing |
επινόηση (λέξης) (η) | coining |
Συλλογικό Διεθνές Λεξικό της Αγγλικής (το) | Collaborative International Dictionary of English (CIDE) |
σύμπτυξη (κανόνων) (η) | collapse |
συμπτύσσω | collapse |
Σύμπτυξη (η), συμπτύσσω | collapse |
σύμπτυξη λέξεων (η) | collapse of words |
σύμπτυξη (η) | collapsing |
σύνθετος όρος (ο) | collateral term |
συλλογή δεδομένων (η) | collecting data |