ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συνειρμός (ο) | cohesion |
συνοχικός,-ή,-ό | cohesive |
συνοχικότητα (η) | cohesiveness |
κοόρτη (η), στατιστική ομάδα (η) | cohort |
ενθαρρυντική (η) (έγκλιση) | cohortative |
νεολογία (η) | coinage |
δημιουργία λέξεων (η) | coinage |
δημιουργία λέξεων (η) | coinage of words |
συνενδείκτης (ο) | coindex |
προσθήκη συνενδείκτη (η) | coindexing |