ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
γνωστική έναντι συναισθηματικής σημασία (η) cognitive v. emotive meaning
γνωστική/γνωσιακή μεταβλητή (η) cognitive variable
γνωστικισμός (ο) cognitivism
γνωσιακότητα (η), γνωστικότητα (η) cognitivism
αντιλαμβάνομαι cognize
αντιλαμβάνομαι cognize/cognise
συνεκτικότητα (η) coherence
συμφωνία (η) coherence
συνάρτηση συνοχής (η) coherence function
συνοχή (η) cohesion