ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Συγγενής-ής-ές, σύστοιχος-η-ο | cognate |
εσωτερικό αντικείμενο (το) | cognate object |
συγγένεια γλωσσών (η) | cognate of languages |
συγγενές σύνολο (το) | cognate set |
συγγενείς λέξεις (οι) | cognates |
γνώση (η) | cognition |
Γνωσιακός-ή-ό, γνωστικός-ή-ό | cognitive |
γνωστικός,-ή,-ό | cognitive |
γνωσιακός,-ή,-ό | cognitive |
γνωστικές προσεγγίσεις στη γραμματική (οι) | cognitive approaches to grammar |