ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Συγγενής-ής-ές, σύστοιχος-η-ο cognate
εσωτερικό αντικείμενο (το) cognate object
συγγένεια γλωσσών (η) cognate of languages
συγγενές σύνολο (το) cognate set
συγγενείς λέξεις (οι) cognates
γνώση (η) cognition
Γνωσιακός-ή-ό, γνωστικός-ή-ό cognitive
γνωστικός,-ή,-ό cognitive
γνωσιακός,-ή,-ό cognitive
γνωστικές προσεγγίσεις στη γραμματική (οι) cognitive approaches to grammar