ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κωδικοποιητής-αποκωδικοποιητής | CODEC |
κωδικοποιητής (ο) | coder |
Κώδικες για την Ανθρώπινη Ανάλυση Απομαγνητοφωνήσεων (οι) | Codes for the Human Analysis of Transcripts (CHAT) |
κωδικολέξη (η) | codeword |
κωδικοποίηση (η) | codification |
κωδικοποιώ | codify |
κωδικοποίηση (η) | coding |
συντελεστής προσδιορισμού (ο) | coefficient of determination |
συγγενής,-ής,-ές | cognate |
σύστοιχος,-η,-ο | cognate |