ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
σύμφυση (η) | coalescence |
επαμφοτερίζων,-ουσα,-ον | coalescent |
επαμφοτερίζων-ουσα-ον / αμοιβαίος-α-ο | coalescent / reciprocal |
επαμφοτερίζουσα / αμοιβαία αφομοίωση (η) | coalescent / reciprocal assimilation |
επαμφοτερίζουσα αφομοίωση (η) | coalescent assimilation |
συνάρθωση (η) | coarticulation |
Βάση Δεδομένων Διεθνούς Γλώσσας του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ Κόλινς (η) | COBUILD |
Κόρπους Βάσης Δεδομένων Διεθνούς Γλώσσας του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ Κόλινς (το) | COBUILD Corpus |
Κοκάμα (η) | Cocama |
Κοτσιμί-Γιούμαν (η) (γλώσσα) | Cochimí–Yuman |