ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Κοαχουιλτεκική (η) (γλώσσα) Coahuiltecan
COALA (το) (εργαλείο) COALA
συμφύω coalesce
συμφυματοποίηση (η) coalescence
Σύμφυση (η) coalescence
συναναπαριστώ co-represent
συναναπαραστατική γραμματική co-representational grammar
γλωσσικό συμφραστικό πλαίσιο (το) co-text
συγκείμενο (το) co-text
Συν-κείμενο (το) co-text