ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Κοαχουιλτεκική (η) (γλώσσα) | Coahuiltecan |
COALA (το) (εργαλείο) | COALA |
συμφύω | coalesce |
συμφυματοποίηση (η) | coalescence |
Σύμφυση (η) | coalescence |
συναναπαριστώ | co-represent |
συναναπαραστατική γραμματική | co-representational grammar |
γλωσσικό συμφραστικό πλαίσιο (το) | co-text |
συγκείμενο (το) | co-text |
Συν-κείμενο (το) | co-text |