ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
παρατακτικός-ή-ό | co-ordinative |
δείκτης παρατακτικής σύνδεσης (ο) | co-ordinator |
Συν-φωνολογία (η) | co-phonology |
συμπαραγωγή (η) | co-production |
συναναφορά | co-reference |
ένδειξη συναναφοράς | co-reference cue |
κυβέρνηση συναναφοράς | co-reference government |
συναναφορικός-ή-ό | co-referential |
συναναφορικός-ή-ό, Ομοαναφορικός-ή-ό | co-referential |
συναναφορικότητα (η) | co-referentiality |