ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
συντονιστικός διπλόγλωσσος (ο) co-ordinate bilingual
συντονιστική διπλογλωσσία (η) co-ordinate bilingualism
συντονιστική διπλογλωσσία (η) co-ordinate bilingualism
παρατακτικές προτάσεις co-ordinate clauses
συντονιστική συνάρθρωση (η) co-ordinate coarticulation
παρατασσόμενη έννοια co-ordinate concept
παρατακτικός-ή-ό co-ordinating
δείκτης παρατακτικής σύνδεσης (ο) co-ordinating conjunction, co-ordinator
σύνδεση κατά παράταξη (η) / παρατακτική σύνδεση (η) co-ordination
κριτήριο (κριτήρια) σύνδεσης κατά παράταξη co-ordination criteria