ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συντονιστικός διπλόγλωσσος (ο) | co-ordinate bilingual |
συντονιστική διπλογλωσσία (η) | co-ordinate bilingualism |
συντονιστική διπλογλωσσία (η) | co-ordinate bilingualism |
παρατακτικές προτάσεις | co-ordinate clauses |
συντονιστική συνάρθρωση (η) | co-ordinate coarticulation |
παρατασσόμενη έννοια | co-ordinate concept |
παρατακτικός-ή-ό | co-ordinating |
δείκτης παρατακτικής σύνδεσης (ο) | co-ordinating conjunction, co-ordinator |
σύνδεση κατά παράταξη (η) / παρατακτική σύνδεση (η) | co-ordination |
κριτήριο (κριτήρια) σύνδεσης κατά παράταξη | co-ordination criteria |