ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Κορσικά (τα) | CO |
συνάρθωση (η) | co-articulation |
συν-συστατικό (το) | co-constituent |
συν-γραμματική (η) | co-grammar |
συνυπώνυμο (το) | co-hyponym |
συνενδείκτης (ο) | co-index |
φέρω τον ίδιο δείκτη | co-index |
προσθήκη συνενδείκτη (η) | co-indexing |
συνένδειξη (η) | co-indexing |
προσθήκη συνενδείκτη (η), Συνένδειξη (η) | co-indexing |