ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κλειστός,-ή,-ό closed
κλειστή τάξη (η) closed class
κλειστή κατηγορία (η) closed class
δομές κλειστής τάξης (οι) closed class forms
κλειστά σύμφωνα (τα) closed consonants
κλειστή λειτουργία (η) closed function
εσωτερική (κλειστή) πράξη (η) closed operation
στοιχεία κλειστού συνόλου (τα) closed set items
κλειστή συλλαβή (η) closed syllable
κλειστό σύστημα (το) closed system