ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κλιτικοποίηση (η) | cliticisation |
κλιτικοποίηση (η) | cliticization |
κλιτικοποιώ | cliticize |
Κοινοτική Γλωσσική Εκμάθηση (η) | CLL |
κλειστός,-ή,-ό | close |
στενή προσέγγιση (η) | close approximation |
κλειστή άρμοση (η) | close juncture |
κλειστή μετάβαση (η) | close transition |
κλειστό φωνήεν (το) | close vowel |
ημίκλειστος,-η,-ο | close-mid |