ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
σύνθετο αποκομμένο clipped compound
περικεκομμένος τύπος (ο) clipped form
αποκομμένος / περικεκομμένος τύπος (ο) clipped forms, clippings
συγκεκομμένος όρος (o) clipped term
αποκοπή (η) clipping
περικοπή (η) clipping
Περικοπή2 (η), αποκοπή (η) clipping
περικεκομμένοι τύποι (οι) clippings
κλιτικό (το) clitic
κλιτικός,-ή,-ό clitic