ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
σύνθετο αποκομμένο | clipped compound |
περικεκομμένος τύπος (ο) | clipped form |
αποκομμένος / περικεκομμένος τύπος (ο) | clipped forms, clippings |
συγκεκομμένος όρος (o) | clipped term |
αποκοπή (η) | clipping |
περικοπή (η) | clipping |
Περικοπή2 (η), αποκοπή (η) | clipping |
περικεκομμένοι τύποι (οι) | clippings |
κλιτικό (το) | clitic |
κλιτικός,-ή,-ό | clitic |