ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ταξινομικό ρήμα (το) classifying verb
αλληλεπίδραση στη σχολική τάξη (η) classroom interaction
διαχείριση σχολικής τάξης (η) classroom management
προτασιακός,-ή,-ό clausal
Προτασιακός-ή-ό / υποπροτασιακός-ή-ό clausal / sentential
προτασιακά υπονοήματα (τα) clausal implicatures
πρόταση (η) clause
πρόταση2 (η), υποπρόταση (η) clause
αλυσίδωση προτάσεων (η) clause chaining
ομοπροτασιακή συνθήκη (η) clause mate condition