ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Τσούκτσι (η) (γλώσσα) Chukchi
Τσουκοτκο-καμτσατκική (η) (γλώσσα) Chukotko-Kamchatkan
κέρμα (το) chunk
κερματισμός (ο) chunking
θέση του Τσερτς (η) Church’s thesis
λεξικό χαρακτήρων (το) cídiân
κινημικός,-ή,-ό cinemic
κινηματοραδιογραφικός,-ή,-ό cineradiographic
μη καθορισμένο στοιχείο (το) circonstant
κυκλικός ορισμός (ο) circular definition