ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
επαληθευτικός,-ή,-ό checking
Επαλήθευση (η), επαληθευτικός-ή-ό checking
περιοχή επαλήθευσης (η) checking domain
επαληθευτικός τομέας (ο) checking domain
επαληθευτική ερώτηση ετικέτας (η) checking tag
χείρημα (το) chereme
Χερεμίς/Τσερεμίς (η) (γλώσσα) Cheremis
Τσερόκι (η) (γλώσσα) Cherokee
χειρολογία (η) cherology
σκάκι (το) chess