ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διάγραμμα (το) | chart |
χάρτης (ο) | chart |
Συντακτικός αναλυτής διαγράμματος (ο) | Chart parser |
Συντακτικός αναλυτής διαγράμματος (ο) | chart parser |
εξαπάτηση (η) | cheating |
Τσεντσενική (η) (γλώσσα) | Chechen |
ανακεκομμένος-η-ο | checked |
ανακεκομμένη συλλαβή (η) | checked syllable |
ανακεκομμένο φωνήεν (το) | checked vowel |
επαλήθευση (η) | checking |