ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διάγραμμα (το) chart
χάρτης (ο) chart
Συντακτικός αναλυτής διαγράμματος (ο) Chart parser
Συντακτικός αναλυτής διαγράμματος (ο) chart parser
εξαπάτηση (η) cheating
Τσεντσενική (η) (γλώσσα) Chechen
ανακεκομμένος-η-ο checked
ανακεκομμένη συλλαβή (η) checked syllable
ανακεκομμένο φωνήεν (το) checked vowel
επαλήθευση (η) checking