ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
γλώσσες Χάρι-Νείλου (οι) | Chari-Nile languages |
γοητεία (η) | charm |
θέλγητρο (το) | charm |
Γοητεία (η), θέλγητρο (το) | charm |
γοητευμένος,-η,-ο | charmed |
θελκτικός,-ή,-ό | charmed |
Γοητευμένος-η-ο/ θελκτικός-ή-ό | Charmed |
μη γοητευμένος,-η,-ο | charmless |
μη θελκτικός,-ή,-ό | charmless |
Μη γοητευμένος-η-ο / Μη θελκτικός-ή- ό | charmless |