ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
γλώσσες Χάρι-Νείλου (οι) Chari-Nile languages
γοητεία (η) charm
θέλγητρο (το) charm
Γοητεία (η), θέλγητρο (το) charm
γοητευμένος,-η,-ο charmed
θελκτικός,-ή,-ό charmed
Γοητευμένος-η-ο/ θελκτικός-ή-ό Charmed
μη γοητευμένος,-η,-ο charmless
μη θελκτικός,-ή,-ό charmless
Μη γοητευμένος-η-ο / Μη θελκτικός-ή- ό charmless