ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ενδοεγκυβωτισμός (ο) centre-embedding
Κεντρικός εγκιβωτισμός (ο), ενδοεγκιβωτισμός (ο) centre-embedding
φυγόκεντρος-ο centrifugal
Κεντρικοποίηση διφθόγγου (η) centring diphthong
Κεντρικοποίηση διφθόγγου (η) Centring diphthong
γλώσσα σέντουμ (centum) (η) centum language
Κόρπους του Αιώνα της Πρόζας (το) Century of Prose Corpus
σάφματα (τα) cepstra
σαφματικός,-ή,ό cepstral
λείανση με σάφμα (η) cepstral smoothing