ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κεντρικός,-ή,-ό centralised
κεντρικοποιήμενος,-η,-ο centralised
κεντρικότητα (η) centrality
κεντρικοποίηση (η) centralization
κεντρικοποιώ centralize
κέντρο (το) centre
Κέντρο (το), Μέσο (ή κέντρο) της γλώσσας (το) centre
Συσχετιστική Βάση Δεδομένων του Κέντρου Λεξικών Πληροφοριών (η) Centre for Lexical Information (CELEX) Relational Database
Κέντρο Έρευνας Τεχνολογίας Ομιλίας (το) Centre for Speech Technology Research (CSTR)
κεντρικός εγκιβωτισμός (ο) centre-embedding